ὀνομάζοντας

ὀνομάζοντας
ὀνομάζω
speak of by name
pres part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • μυκόνιος — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών από τη Νάξο. 1. Νικόλαος (1803 1890). Αρχικά κατατάχθηκε στο ναυτικό και πήρε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις στη θάλασσα κάτω από τις διαταγές του Α. Μιαούλη και του Νικόδημου. Το 1825 εντάχθηκε στον τακτικό στρατό και …   Dictionary of Greek

  • προσηγορικός — ή, ό / προσηγορικός, ή, όν, ΝΜΑ [προσήγορος] φρ. «προσηγορικά ονόματα» ή απλώς «τα προσηγορικά» γραμμ. ουσιαστικά που σημαίνουν σύνολο προσώπων, ζώων ή πραγμάτων τού ίδιου είδους, λ.χ. άνθρωπος, γάτα, ποτάμι, τις αφηρημένες έννοιες, π.χ. ζωή,… …   Dictionary of Greek

  • υποκορίζομαι — ὑποκορίζομαι ΝΜΑ, και ενεργ. ὑποκορίζω Μ (στην μσν. και ενεργ.) χρησιμοποιώ υποκοριστικές λέξεις ή φράσεις νεοελλ. καλώ κάποιον με τον υποκοριστικό τύπο τού ονόματός του μσν. αρχ. μιλώ σαν μικρό παιδί, μιμούμαι την παιδική ομιλία («βάβιον και… …   Dictionary of Greek

  • Απιανός, Πέτρος — (Petrus Apianus,1495 – 1552). Γερμανός αστρονόμος και μαθηματικός. Το πραγματικό του όνομα ήταν Πίτερ φον Μπίνεβιτς (Peter von Bienewitz). Έγραψε Κοσμογραφία (1524), που εκδόθηκε πολλές φορές, και Αστρονομία (1540), όπου πρότεινε την… …   Dictionary of Greek

  • Απολινάρις Σιδώνιος — (Apollinaris Sidonius, Λιόν περ. 430 – 479 μ.Χ.). Λατίνος ποιητής. Καταγόταν από χριστιανική οικογένεια της Γαλατίας που είχε αναδείξει επιφανείς άντρες οι οποίοι διοίκησαν τη Γαλατία επί σειρά ετών. Πήρε αξιόλογη μόρφωση, ιδιαίτερα στην κλασική… …   Dictionary of Greek

  • Βοργίας — (ισπαν. Borja, ιταλ. Borgia). Επώνυμο ισπανικής οικογένειας από τη Χατίβα (Βαλένθια) που μετανάστευσε στην Ιταλία στις αρχές του 15ου αι. και απέκτησε μεγάλη φήμη, όταν δύο από τα μέλη της ανέβηκαν στον παπικό θρόνο: ο Κάλλιστος Γ’ (1455 58) και… …   Dictionary of Greek

  • Ερυθραία — Επίσημη ονομασία: Κράτος της Ευθραίας Έκταση: 121.144 τ. χλμ Πληθυσμός: 4.298.269 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ασμάρα (395.000 κάτ. το 2001)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Αιθιοπία και το Τζιμπουτί (ΝΑ), ενώ στα… …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντινούπολη — (τουρκ. Istanbul). Πόλη (8.831.805 κάτ. το 2000) της ευρωπαϊκής Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.220 τ. χλμ., 10.018.735 κάτ.). Είναι χτισμένη στις δύο πλευρές του Κεράτιου κόλπου (τουρκ. Halic) στο στόμιο του Βοσπόρου (τουρκ.… …   Dictionary of Greek

  • Λίκι, Λούις — (Louis Seymour Bazett Leakey, Κένυα 1903 – 1972). Βρετανός ανθρωπολόγος και αρχαιολόγος. Γεννήθηκε στην Κένυα, από Βρετανούς γονείς, εξερευνητές και μελετητές της φυλής Κικούγιου. Σε ηλικία 13 ετών χρίστηκε μέλος της φυλής Κικούγιου. Ξεκίνησε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”